απετάλωτος

απετάλωτος
η , ο [ος , ον ] неподкованный (о вьючных животных)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απετάλωτος" в других словарях:

  • απετάλωτος — η, ο (για τα υποζύγια) ο δίχως πέταλα, αυτός που δεν τον έχουν πεταλώσει …   Dictionary of Greek

  • απετάλωτος — η, ο (για ζώα), αυτός που δεν πεταλώθηκε: Το άλογο ήταν ακόμη απετάλωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαλίγωτος — η, ο (και διαλ. ακαλίβωτος, ακαλίκωτος) [καλιγώνω] 1. ο απετάλωτος (για υποζύγιο ή και βόδι), που δεν έχει καλιγωθει 2. ο ξυπόλητος 3. μτφ. (δρόμος) που δεν έχει στρωθεί με πέτρες ή χαλίκια 4. μτφ. αυτός που δεν εξαπατάται, που δεν παγιδεύεται 5 …   Dictionary of Greek

  • ακαλίγωτος — η, ο 1. αυτός που δεν καλιγώθηκε, απετάλωτος: Το άλογο είναι ακόμη ακαλίγωτο. 2. αυτός που δεν παγιδεύτηκε: Έννοια σου και δεν τον άφησε κι αυτόν ακαλίγωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»